συμπροάγομαι

συμπροάγομαι
συμπροάγω ΝΑ [προάγω, -ομαι]
νεοελλ.
προάγομαι κι εγώ μαζί με άλλους, παίρνω προαγωγή ταυτόχρονα με άλλους
αρχ.
ενεργ.
1. συντελώ σε κάτι, προάγω σε συνεργασία με άλλον
2. προχωρώ μαζί με άλλον («συμπροήγον ἅμα διαλεγόμενοι», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”